ἀειθεήρ

ἀειθεήρ
ἀειθεήρ
neut voc sg
ἀειθεήρ
neut acc sg
ἀειθεήρ
nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αειθεήρ — ἀειθεήρ ( ῆρος), ο (Α) λ. φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. αἰθὴρ («τὸν δὲ αἰθέρα τῇδε πῃ ὑπολαμβάνω, ὅτι ἀεὶ θεῖ περὶ τὸν ἀέρα ῥέων ἀειθεὴρ δικαίως ἅν καλοῑτο», Πλάτ. Κρατύλος 410b) για την ορθή ετυμολ. βλ. αιθήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”